-
1 ἡρωϊκός
ἡρωϊκός, heroisch, einem Heros eigen, ihn betreffend; φῦλον Plat. Crat. 398 e; εἰς τὴν ἡρωϊκὴν ἐπανῆκται τάξιν, unter die Zahl der Heroen versetzt, Dem. 60, 9, im Ggstz gegen die geschichtliche Zeit; ἀρετή Arist. Eth. 7, 1; Sp. – Bes. μέτρον, heroisches Versmaß, Hexameter, Arist. poet. 24; στίχες Plat. Legg. XII, 958 e. – Adv., ἡρωϊκῶς τελευτῆσαι, wie ein Held sterben, D. Sic. 2, 45.
-
2 ἡρωϊκός
ἡρωϊκός, heroisch, einem Heros eigen, ihn betreffend; εἰς τὴν ἡρωϊκὴν ἐπανῆκται τάξιν, unter die Zahl der Heroen versetzt, im Ggstz gegen die geschichtliche Zeit. Bes. μέτρον, heroisches Versmaß, Hexameter. Adv., ἡρωϊκῶς τελευτῆσαι, wie ein Held sterben
См. также в других словарях:
ηρωικός — ή, ό (Α ἡρωϊκός, ή, όν) [ήρως] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα ή στους ήρωες («κατά τους ηρωικούς χρόνους») 2. αυτός που αρμόζει σε ήρωα («ηρωική αρετή») νεοελλ. αυτός που έχει ιδιότητες ήρωα, ο γενναίος μέχρι σημείου αυτοθυσίας αρχ.… … Dictionary of Greek